- σπουδαιοφανής
- -ές, Ναυτός που φαίνεται σπουδαίος χωρίς πράγματι να είναι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδαιοφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που φαίνεται σπουδαίος, αλλά δεν είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλόσχημος — η, ο (ΑM μεγαλόσχημος, ον) 1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης 2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
σπουδαιοφάνεια — η, Ν [σπουδαιοφανής] το να φαίνεται κάτι σπουδαίο χωρίς να είναι στην πραγματικότητα … Dictionary of Greek